- πλανευτής
- ο, θηλ. πλανεύτρα, Ν [πλανεύω]αυτός που παραπλανά, πλάνος, απατηλός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλανευτής — ο θηλ. εύτρα αυτός που πλανεύει, εξαπατά, ξεγελά, πλάνος: Ο έρωτας ο πλανευτής κι η ξενιτιά η πλανεύτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομπωτής — ο (Μ κομπωτής, θηλ. κομπώτρα) [κομπώνω] απατεώνας, πλανευτής … Dictionary of Greek
πλανεύτρα — η, Ν βλ. πλανευτής … Dictionary of Greek